ανήφορος — ο 1. δρόμος που οδηγεί προς τα πάνω: Στον ανήφορο ο φίλος του δυσκολευόταν. 2. ανέβασμα της τιμής: Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν τον ανήφορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
María Plytá — (grec moderne : Μαρία Πλυτά) née le 26 novembre 1915 à Thessalonique et décédé le 4 mars 2006 était une réalisatrice et metteur en scène grecque. Elle fut la première femme à réaliser un film en Grèce avec Les Fiançailles en 1950. Elle avait … Wikipédia en Français
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος … Dictionary of Greek
ανεβόλεμα — το 1. ο ανήφορος 2. η δυσκολία … Dictionary of Greek
ανηφοριά — η (κ. ανηφόρια, η κ. ανηφόρι, το) ανήφορος … Dictionary of Greek
ανωφέρεια — η (Α ἀνωφέρεια) η νεοελλ. 1. κλίση εδάφους προς τα επάνω 2. έδαφος με κλίση προς τα επάνω, ανήφορος αρχ. κίνηση προς τα επάνω … Dictionary of Greek
κατήφορος — ο (Μ κατήφορος) δρόμος επικλινής, έδαφος κατηφορικό, κατηφοριά νεοελλ. 1. μτφ. δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή ή σε ηθικό ξεπεσμό, πτώση (α. «η επιχείρηση πήρε τον κατήφορο» β. «η κόρη του πήρε τον κατήφορο») 2. ευκολία, ευχέρεια που υποβοηθεί… … Dictionary of Greek
Αρχάνες — Αρχαία πόλη της Κρήτης, σε απόσταση 15 χλμ. από το σημερινό Ηράκλειο. Οι Α. είναι πανάρχαιος οικισμός. Η αρχική ονομασία ήταν Αχάρνα, από το οποίο προέρχεται το νεότερο. Ο οικισμός ήταν κατοικημένος από τη μινωική εποχή, όπως μαρτυρούν τα… … Dictionary of Greek
ανηφοριά — ανηφοριά, η και ανηφόρα, η ανήφορος: Η ανηφοριά ήταν πολύ απότομη, γι αυτό κι είχαν όλοι λαχανιάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)